Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἢ οὐδεὶς ἤ τις

  • 1 Every one

    subs.
    P. and V. πᾶς, πᾶς τις, ἕκαστος. οὐδεὶς ὅστις οὐ, V. οὐδεὶς ὃς οὐ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Every one

  • 2 Claim

    v. trans.
    P. ἀντιποιεῖσθαι (gen.), μεταποιεῖσθαι (gen.), Ar. and P. προσποιεῖσθαι (acc. or gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see Exact.
    Claim in return: P. ἀνταξιοῦν (acc.).
    Demand: see Demand.
    No one will claim the crown ( of sorrow) in her stead: V. οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται (Eur., Hec. 660).
    Profess: P. and V. ἐπαγγέλλεσθαι.
    Claim an estate ( at law): P. ἐπιδίζεσθαι κλήρου, ἀμφισβητεῖν κλήρου.
    V. intrans. Think right (with infin.): P. and V. ἀξιοῦν, δικαιοῦν, V. ἐπαξιοῦν.
    Profess: P. and V. ἐπαγγέλλεσθαι.
    ——————
    subs.
    Arrogation to oneself: P. προσποίησις, ἡ.
    Demand: P. and V. ἀξίωσις, ἡ, P. δικαίωμα, τό, δικαίωσις, ἡ.
    Claim to gratitude: P. ἀξίωσις χάριτος.
    Have a claim to nobility in one's personal appearance: V. τὴν ἀξίωσιν τῶν καλῶν τὸ σῶμʼ ἔχειν (Eur., frag.).
    Lay claim to: see v., claim.
    THEOGL. Giving my bride to another?
    CHO. Yes, to those that have a better claim.
    THEOGL. But who has a claim to what is mine?
    ΘΕΟ. τἀμὰ λεκτρʼ ἄλλῳ διδοῦσα;
    ΧΟ. τοῖς γε κυριωτέροις.
    ΘΕΟ. κύριος δὲ τῶν ἐμῶν τίς; (Eur., Hel. 1634.)
    'Tis a bold claim: V. μεγάς γʼ ὁ κόμπος (Eur., H.F. 1116).
    Just claim: P. and V. τὸ δκαιον, P. δικαίωσις, ἡ, δικαίωμα, τό.
    Have claims on, deserve: P. and V. ἄξιος εἶναι (gen.).
    Have a claim to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.); see Deserve.
    Claim to an estate ( at law): P. ἐπιδικασία (ἡ) κλήρου.
    Claim to half the inheritance: P. ἀμφισβήτησις (ἡ) τοῦ ἡμικληρίου (Dem. 1174).
    Abandon a claim: P. ἐκλιπεῖν ἀμφισβήτησιν (Dem. 1178).
    Thus I made good to you my claim: P. οὕτως ἐπεδικασάμην παρʼ ὑμῖν (Isae. 85).
    Rival claims to an estate: P. διαδικασία (ἡ) τοῦ κλήρου.
    Profession: P. ἐπάγγελμα, τό.
    Debt: Ar. and P. χρέος, τό, P. ὀφείλημα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Claim

См. также в других словарях:

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»